ψευδόπλασμα

ψευδόπλασμα
το, Ν
ιατρ. ετερόμορφος ιστός ή βλάστη μα, σε αντιδιαστολή προς το νεόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + πλάσμα. Η λ., στον πληθ. ψευδοπλάσματα, μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”